- γκινέα
- η1. παλαιό, χρυσό αγγλικό νόμισμα2. η χάρτινη αγγλική λίρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) guinea].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γουινέα — I Παράκτια εδαφική ζώνη στην Αφρική που περιβάλλει τον ομώνυμο κόλπο. Χωρίζεται από το δέλτα του ποταμού Νίγηρα σε δύο τμήματα, τη βόρεια Γ. και τη νότια Γ. Πρόκειται για χαμηλή ακτή, που ανεβαίνει προς το εσωτερικό με αναβαθμίδες, με συχνές… … Dictionary of Greek